Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

103 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή των «μεγάλων οριζόντων» Νίκου Καββαδία



Σαν σήμερα, πριν από 103 χρόνια, στις 11 Γενάρη 1910 γεννήθηκε ο ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καββαδίας, στην επαρχιακή πόλη Νίκολσκι Ουσουρίσκι, του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλονίτες που ήρθαν το 1914 μετά την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι.
Στη συνέχεια η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου ο μικρός Νίκος στο Δημοτικό έχει συμμαθητή τον Γιάννη Τσαρούχη, ενώ στο Γυμνάσιο γνωρίζει τον συγγραφέα και γιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Στα 18 του χρόνια αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά δεν συνεχίζει, καθώς με το θάνατο του πατέρα του αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας πάντα να συνεργάζεται με φιλολογικά περιοδικά, μέχρι τη μέρα που βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως «ναυτόπαις» στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος».

Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα και το σπίτι   γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες.

 

Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ και ταυτόχρονα εντάσσεται στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει ως τότε μόνο ένα βιβλίο, το «Μαραμπού», ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία.

Ο «Μαραμπού», όπως τον ονόμασαν οι φίλοι του από την πρώτη ποιητική συλλογή του, ήταν αυτός που μολογούσε τα πάθη των ναυτικών, τους καημούς και τη σκληρή δουλειά τους για λίγα θαλασσοβρεγμένα χρήματα, γιατί η ζωή «είναι δυο σειρές δόντια δυνατά και το ψωμί στρογγυλό, που κυλάει ως τις άκρες του κόσμου». Άρτος, αλλά όχι για όλα τα στόματα...
Μέσα σ' αυτούς και ο Νίκος Καββαδίας, πρώτα ναύτης, κατόπιν «μαρκονιστής» - ασυρματιστής - μια ολάκερη ζωή. «Παγιδεύεται από τη θάλασσα, τις πολλές θάλασσες. Τη μία».


Τόποι μακρινοί και λιμάνια άγνωστα και γυναίκες τραγικές ήταν οι αγάπες του ποιητή του «Μαραμπού». Και η ζωή στη στεριά, μικρό διάλειμμα ανάμεσα σε δυο ταξίδια. Ο Κόλιας Καββαδίας (χαϊδευτικό, αντί για Νίκος) φορούσε πάντα τη μαύρη ναυτική φανέλα του κι ένα σκούφο από αστρακάν κι όταν μιλούσε άφηνε τη βραχνή φωνή του ν' αργοσέρνεται. Πολλά χρόνια είχε να γράψει ποίηση και τον ρωτούσανε γιατί δεν γράφει. Δεν το 'λεγε σε κανέναν. Αλλά κάποτε τ' ομολόγησε: «Το '57 η θάλασσα πήρε τον αδερφό μου. Δεν έγραψα ούτε στίχο. Ήταν ο πιο χαρούμενος, ο πιο καλοσυνάτος άνθρωπος στον κόσμο. Αφού δεν έγραψα γι' αυτή την αγάπη, γιατί να γράψω;».

Βιοπάλη στην πλανεύτρα θάλασσα

«Μαραμπού» («Κύκλος», 1933), «Πούσι» («Καραβίας», 1947), «Βάρδια» (1954) και λίγους μήνες μετά το θάνατό του, το «Τραβέρσο» («Κέδρος», 1975). Μικρά πεζά «Λι» και «Του πολέμου», «Στο άλογό μου», αφηγήματα από τον πόλεμο του 1940 στην Αλβανία (1987, «Άγρα», 1994). Τρεις ποιητικές συλλογές κι ένα λυρικό χρονικό έδωσαν στον Καββαδία τη γενική αναγνώριση. Είναι η μοναδική, ίσως, περίπτωση στη λογοτεχνία μας, που με το πρώτο του βιβλίο, το «Μαραμπού» (1933), καθιερώθηκε ως ποιητής.


Μπορεί να είναι τα ποιήματά του αυτά, που με το μυστηριακό άρωμά τους μιλάνε για τόπους μακρινούς και λιμάνια μ' ονόματα περίεργα, για γυναίκες τραγικές, για μουσικές εξαίσιες κι αισθήματα ένοχα, για άτια κι εξωτικά στο πέλαγος, και σου στήνουνε καρτέρι στην τιμονιέρα, τις πνιχτές νύχτες, στους Τροπικούς. Για το μόνο πράγμα που ένιωθε περήφανος ήταν η καταγωγή του. Κι ακόμα ένιωθε περήφανος και για κείνη τη μυστική δύναμη που τον έριξε στη θάλασσα, να γίνει εραστής της, φίλος, αγαπητικός, παινευτής της. 


 Ο ίδιος διηγιέται για τη ζωή του:

«Γεννήθηκα πολύ μακριά, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Φύγαμε από κει όταν ήμουν πέντε χρόνων. Θυμάμαι πάντα τα τραγούδια του τόπου, πάντα μ' ακολουθεί η μυρωδιά του κορμιού των γυναικών που με παίρναν στην αγκαλιά τους και οι μυρωδιές από τις αυλές τους. Γυρίσαμε στην Ευρώπη με τον "Υπερσιβηρικό". Σε καράβι πρωτομπήκα στην Οντέσσα. Το λέγαν "Ιερουσαλήμ". Ο πατέρας μου μάς πήγε στην Κεφαλονιά και ξανάφυγε για τη Ρωσία. Ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Τον θαύμαζα. Μίλαγε όλες τις διαλέκτους της Κίνας κι από λίγο όλες τις ευρωπαϊκές. Λιγότερο απ' όλες τα ελληνικά».

«Μας έφερε στην Ελλάδα και ξανάφυγε για τη Ρωσία, που είχε τότε πόλεμο με τους Γερμανούς. Γύρισε στα 1920 και μπήκε τροφοδότης σ' ένα ποστάλι. Μ' έπαιρνε τα καλοκαίρια μαζί του. Ταξιδεύαμε Σμύρνη - Πόλη. Το 1928 τέλειωσα το Γυμνάσιο και μπήκα σ' ένα ναυτικό γραφείο στον Πειραιά, γιομάτο μεγάλες αφίσες και χάρτες γεωγραφικούς. Όταν νύχτωνε και σφύριζαν τα καράβια παρτέντζα, μ' έπιανε λύσσα. Τι μ' έσπρωξε στη θάλασσα; Η μυρωδιά από τις βαλίτσες των ναυτικών. Τα δώρα που φέρναν οι συγγενείς μου από τα ξένα. Η μυρωδιά των καραβιών που κάνει τους επιβάτες να ζαλίζονται και να περιμένουν την ώρα που θα φτάσουν στο λιμάνι σα λύτρωση.



Ζορίστηκα για να φύγω. Κι από τους άλλους κι από μένα τον ίδιο. Τριάντα καράβια είχανε στενοί μου συγγενείς κι εγώ γύριζα στα ξένα γραφεία για δουλειά. Ήμουνα τρομερά βραδύγλωσσος και υπνοβάτης. Τον πρώτο χρόνο που μπαρκάρισα, ξερνούσα σα γάτα. Συνήθισα με τον καιρό. Όμως, όταν μείνω στη στεριά πάνω από τρεις μήνες, τη μέρα που θα ξαναμπαρκάρω νιώθω λιγάκι σαν την πρώτη φορά που ξεκίνησα».

Ειπώθηκε πολλές φορές κι από πολλούς πως ο Νίκος Καββαδίας είναι μεγάλος, ξεχωριστός κι αληθινός ποιητής. Έχουν ειπωθεί πολλές φορές αυτά και θα ειπωθούν κι άλλες ακόμα μελλοντικά, όσο θα συνεχίζουμε σ' αυτό τον τόπο να μιλάμε ελληνικά κι όσο η ποίησή μας θα συνεχίζει να 'χει στη «βάρδιά» της άξιους ποιητές κι ανθρώπους σαν τον Νίκο Καββαδία, τον ωραίο παραμυθά για την πραγματικότητα αυτή που υπάρχει και την άλλη που γεννούσε κάθε φορά ο νους του, αξεχώριστες η μια από την άλλη. Η ιδιότυπη ποίησή του, γραμμένη με αίμα και με θαλασσόνερο, και με αρμύρα απ' όλους τους ωκεανούς του κόσμου και τα λιμάνια, είναι πλεούμενο καράβι. Το παίρνεις και σαλπάρεις μ' όλους τους θλιμμένους δόκιμους στις γέφυρες, μ' όλους τους λοστρόμους και τους θερμαστές, τους καμαρότους και τους ναύτες, με τις μανάδες και τις αδερφές πίσω τους.

Κι όσο κι αν έχει γίνει ο κόσμος μας αυτό που λέμε σήμερα «πολύ πεζός» και μια δρασκελιά για τα ταξιδιωτικά μέσα που διαθέτουμε, με το «καράβι» του Καββαδία και με «καπετάνιο» τον ίδιο, δεν έχεις φόβο να πλήξεις. Μπορείς ακόμα να μαγεύεσαι από την απεραντοσύνη της θάλασσας και την ομορφιά της κι ας την έχουμε καταβρωμίσει «από τους απόπατους όλου του κόσμου κι από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας» κι ας την έχουνε κλείσει από παντού στόλοι με πυρηνικό θάνατο.

«Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται» 

 Μας φυλάγει ακόμα το όνειρο - «λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται» - η μαγεία στον κόσμο και τα ταξίδια στους ωκεανούς και τα λιμάνια. Μαγεύει η «αμαρτία» και η «αγνότητα» των ναυτικών του, στη σκληρή πάλη τους για το δύσκολο ψωμί και τη ζωή, με απανωτά ναυάγια και SOS.

 Ο ίδιος ο Νίκος Καββαδίας, με τα γραφτά του, μνημονεύει καλύτερα τον εαυτό του, σ' ένα γράμμα που έστειλε στις 30 του Ιούλη 1951 στην αδερφή του Τζένια, στην Αθήνα, από το ταξίδι για το Φρεμάντλε:

«Κατεβαίνουμε δίχως γράμματα. Δίχως φυλαχτό περάσαμε τις περιοχές του φόβου. Να ξέραμε πως μας έχουνε συγχωρήσει. Να μπορούσα να μάθω πως φύγατε για τη Γαλλία. Δεν μπόρεσα να πιάσω ούτε μια φορά το "Κορινθία". Χειμωνιάτικος ουρανός. Κρύο. Τα σημάδια του Ισημερινού σβήνουν και μείνανε μονάχα σημάδια πείρας. Ημείς εις σημείον αιτούμεν. Ακριβώς σε τούτο το στίγμα έχει το κουράγιο κανείς να αποφασίσει άλλο ένα ταξίδι. Έλα να μου πεις αδερφή μου πώς θα μπορέσω να γράψω ένα βιβλίο. Από το Σουέζ μέχρι το Κόκος δεν σε φωνάζω ούτε μια φορά να με συντροφέψεις. Θα σε σκότωνε η ζέστη, θα σε μαύριζε η καπνιά του φουγάρου. Πότε θα πιούμε τσάι μια νύχτα - ας μην είναι Κεϋλάνης».

Όταν γύρισε από την Αλβανία, όπου υπηρέτησε φαντάρος, πήρε μέρος στην Αντίσταση και ξαναμπαρκάρισε το 1944, με περιοριστικούς όρους «λόγω φρονημάτων», ως ασυρματιστής μέχρι το Noέμβρη του 1974. Στους τοίχους γράφανε τους αντιστασιακούς στίχους του (ανέκδοτους):

«Ώρα την ώρα
και πληθαίνουν οι πιστοί
ώρα την ώρα
και φουντώνει το μελίσσι,
ως τη στιγμή που μες
στους δρόμους θ' ακουστεί,
η μουσική που κάθε
στόμα θα λαλήσει».

Αυτός ήταν ο θαλασσοδαρμένος ποιητής του «Μαραμπού», ο αξέχαστος Νίκος Καββαδίας.

Από το 902.gr

1 σχόλιο: